μελανόσπορα — τα βοτ. γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην κλάση πυρηνομύκητες … Dictionary of Greek
μελιολώδη — τα (μυκητ.) τάξη ασκομυκήτων που ανήκουν στην κλάση πυρηνομύκητες και απαντούν κυρίως στις τροπικές περιοχές αλλά και στις θερμές περιοχές τών εύκρατων ζωνών … Dictionary of Greek
σορδαρία — η, Ν (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στους πυρηνομύκητες τής τάξης ξυλαριώδη ή σφαιριώδη και τού οποίου ορισμένα είδη και ιδίως το Sordaria fimicofa χρησιμοποιούνται ευρύτατα στα εργαστήρια ως υλικό σε πειράματα γενετικής και φυσιολογίας.… … Dictionary of Greek
σφαιροθήκη — η, ΝΑ νεοελλ. 1. (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ερυσιφώδη τής κλάσης πυρηνομύκητες, τα είδη τού οποίου είναι υποχρεωτικά παράσιτα φυτών προκαλώντας ασθένειες που είναι γνωστές ως ωίδια 2. (μηχανολ.) κατασκευαστικό στοιχείο τών… … Dictionary of Greek
υποκρεώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη μυκήτων που ανήκει στην κλάση πυρηνομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hypocreales] … Dictionary of Greek
φυλλακτινία — η, Ν (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ερισιβώδη τής κλάσης πυρηνομύκητες και τού οποίου ορισμένα είδη προκαλούν στα φυτά τις γνωστές ως ωίδια νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllactinia] … Dictionary of Greek
φυλλαχώρα — η, Ν (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ξυλαριώδη ή σφαιριώδη τής κλάσης πυρηνομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllachōra (< φύλλο + άχωρ «μυκητίαση»] … Dictionary of Greek